αρτηρίτις

αρτηρίτις
(-ιδος) η мед. артериит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αρτηρίτις" в других словарях:

  • πολυαρτηρίτιδα — η, Ν 1. ιατρ. αρτηρίτιδα που προσβάλλει συγχρόνως πολλά τμήματα τού αρτηριακού συστήματος 2. φρ. «οζώδης πολυαρτηρίτιδα» ιατρ. βαριά μορφή διάσπαρτης νεκρωτικής αρτηρίτιδας, που προσβάλλει πολλά όργανα και ιδίως τους νεφρούς, τους μυς και το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»